Την Κυριακή, 14 Οκτωβρίου το
Ναύπλιο γιορτάζει τη μνήμη των 181 χρόνων απο το θάνατο του πρώτου κυβερνήτη της
χώρας, κυρίου Ιωάννη Καποδίστρια. Προσωπικά δεν βρίσκω κάποιο σοβαρό λόγο στο να
γιορτάζουμε τον θάνατο ενός ανθρώπου και κυρίως όταν εμείς οι ίδιοι, οι προγόνοι
μας δηλαδίς, είναι υπαίτιοι για αυτό το θάνατο. Γιατί ο ένδοξος κυβερνήτης, ως
γνωστόν, σκοτώθηκε απο χέρια τοπικά, αργολιδιώτικα και μεγαλοτσιφλικιώτικα.
Βέβαια ο κυβερνήτης, όπως απέδειξε η ιστορία, λειτούργησε ενάντια στα οικονομικά συμφέροντα της περιοχής επιθυμώντας να μεταφέρει τη πρωτεύουσα του νέου κράτους στην τρισκατάρατη και ζηλοφθόνα Αθήνα. Επειδή κιόλας γνώριζε πως η ζωή του κινδύνευε, είχε αφήσει διαθήκη που δήλωνε ξεκάθαρα την επιθυμία του γι αυτή τη μεταφορά. Οπότε, αν το δεί κανείς ανοιχτόμυαλα και καθόλου συμφεροντολογικά, καλά του κάναμε του κερατά. Και μείς, καλά κάνουμε με τη σειρά μας και γιορτάζουμε με δόξες και τιμές την επέτειο του θανάτου του.
Χάρη σε αυτή την επέτειο, έχω να σας εξιστορήσω μια σύγχρονη ιστορία της πόλης, μια ιστορία καθημερινής τρέλας με τη κυριολεξία όμως του όρου.
Ήταν περίπου στα μισά της δεκαετίας του 90. Βρισκόμαστε στο πάρκο Καποδίστρια και η ολόλευκη προτομή του κυβερνήτη δεσπόζει στο χώρο. Καιρός ικανοποιητικός. Δεν θυμάμαι ακριβώς εποχή αλλά θυμάμαι πως υπήρχε αρκετός κόσμος έξω, στα γύρω καφέ και στις βόλτες. Παιδάκια παίζανε στις κούνιες, μανάδες τσιρίζανε υστερικά, μεγάλες παρέες χλαπάκιαζαν στο Καλκανάκο και το Carreras, οι ταρίφες στη πιάτσα ακτινογραφούσαν και σχολίαζαν τους πάντες και αυτοκίνητα μποτιλιάριζαν την είσοδο της παλιάς πόλης. Όλα κυλούσαν ήρεμα, γαλήνια και συνηθισμένα μέχρι που ξαφνικά, ξεπρόβαλλε απο τη γωνία του Ταχυδρομείου ο Χρηστάρας.
Βέβαια ο κυβερνήτης, όπως απέδειξε η ιστορία, λειτούργησε ενάντια στα οικονομικά συμφέροντα της περιοχής επιθυμώντας να μεταφέρει τη πρωτεύουσα του νέου κράτους στην τρισκατάρατη και ζηλοφθόνα Αθήνα. Επειδή κιόλας γνώριζε πως η ζωή του κινδύνευε, είχε αφήσει διαθήκη που δήλωνε ξεκάθαρα την επιθυμία του γι αυτή τη μεταφορά. Οπότε, αν το δεί κανείς ανοιχτόμυαλα και καθόλου συμφεροντολογικά, καλά του κάναμε του κερατά. Και μείς, καλά κάνουμε με τη σειρά μας και γιορτάζουμε με δόξες και τιμές την επέτειο του θανάτου του.
Χάρη σε αυτή την επέτειο, έχω να σας εξιστορήσω μια σύγχρονη ιστορία της πόλης, μια ιστορία καθημερινής τρέλας με τη κυριολεξία όμως του όρου.
Ήταν περίπου στα μισά της δεκαετίας του 90. Βρισκόμαστε στο πάρκο Καποδίστρια και η ολόλευκη προτομή του κυβερνήτη δεσπόζει στο χώρο. Καιρός ικανοποιητικός. Δεν θυμάμαι ακριβώς εποχή αλλά θυμάμαι πως υπήρχε αρκετός κόσμος έξω, στα γύρω καφέ και στις βόλτες. Παιδάκια παίζανε στις κούνιες, μανάδες τσιρίζανε υστερικά, μεγάλες παρέες χλαπάκιαζαν στο Καλκανάκο και το Carreras, οι ταρίφες στη πιάτσα ακτινογραφούσαν και σχολίαζαν τους πάντες και αυτοκίνητα μποτιλιάριζαν την είσοδο της παλιάς πόλης. Όλα κυλούσαν ήρεμα, γαλήνια και συνηθισμένα μέχρι που ξαφνικά, ξεπρόβαλλε απο τη γωνία του Ταχυδρομείου ο Χρηστάρας.
Ο Χρηστάρας, για όσους δεν θυμούνται, ήταν μία απο τις κλασικές και θεοπάλαβες μορφές της πόλης, που σχοινοβατούσαν στα όρια της παράνοιας και της θυμοσοφίας. Εξωτερικά έμοιαζε πολύ με τον γνωστό σκυλά Τάσο Μπουγά και το μαύρο γυαλί που συνεχώς φόραγε τόνιζε ιδιαίτερα αυτή την ομοιότητα.
Ο Χρηστάρας λοιπόν, κρατώντας έναν κουβά μαύρη μπογιά κατευθύνεται με γοργά βήματα στο κέντρο της πλατείας και κοντοστέκεται μπροστά στη λευκή προτομή του Γιαννάκη του Καποδίστρια.
Έχοντας ήδη τραβήξει πάνω του τα μισά και βάλλε βλέμματα της περιοχής, κοιτάει τον κυβερνήτη και του λέει: "Δεν μου λές εσύ; Μια ζωή άσπρος θα είσαι;" Και δίνει μιά με το κουβά και τον κάνει μαύρο απο πάνω μέχρι κάτω.
Κόσμος πολύς μαζεύτηκε γύρω απο το συμβάν, ο Χρηστάρας γεμάτος νεύρα και φωνές απολάμβανε το μεγαλείο του, πιτσιρίκια ούρλιαζαν, παρέες γελούσαν και καλαμπούριζαν με το σκηνικό, ήρθε η αστυνομία, αρμόδιοι φορείς σκάσαν μύτη, αρχαιολογίες και τα συναφή, γενικός χαμός.
Φήμες λένε πως ο Χρηστάρας ηρέμησε τελικά όταν ένας αυτόχθονας ιθαγενής του ψιθύρισε στο αυτί πως χάρη στο κυβερνήτη, που μαύρισε προ ολίγου, μπορούμε σήμερα όλοι οι Έλληνες και τρώμε πατάτες. Προφανώς του έκανε εντύπωση και το συμβάν έληξε ησύχως.
Για όσους δεν ξέρουν, ο Καποδίστριας επιθυμούσε να εντάξει στην ελληνική κουζίνα τη πατάτα. Οι Έλληνες όμως, πλάσματα ξενοφοβικά και περίεργα, δεν την ήθελαν καθώς δεν τη γνώριζαν μέχρι τότε. Έβαλε λοιπόν ο πανούργος Γιαννάκης σακιά με πατάτες στο Παλαμήδι, τοποθέτησε έναν φρουρό και δήλωσε πως δεν πρέπει κανείς να πλησιάσει το μυστικό εμπόρευμα. Οι Έλληνες κουτοπόνηροι και σκατοπερίεργοι πλησίασαν για να το κλέψουν. Ο Γιαννάκης είχε δώσει εντολή στο φρουρό να τους αφήσει, κάνοντας το μαλάκα, να το κλέψουν. Έτσι και έγινε. Οι Έλληνες, οι Κωλοπλένηδες συγκεκριμένα, το έκλεψαν και απο τότε η πατάτα είναι μέρος της διατροφής μας.
Φίλε μου Γιαννάκη, αυτός ο τόπος σε μαύρισε δυό φορές. Περαστικά σου και καλή μας επέτειο. Να είμαστε καλά, να τρώμε πατάτες και να σε θυμόμαστε.
Υ.Γ. τα λέμε πάλι τη Δευτέρα. Καλό σουκού σε όλους τους κωλοπλένηδες της υφηλίου.
http://palabourtzi.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου