«Όχι» είπα μετά από μια στιγμή. «Δεν είμαι ευτυχισμένος».Η μητέρα μου ξάπλωσε στο κρεβάτι.
«Γι’ αυτό ανησυχούμε» είπε απαλά.
«Ανησυχούμε γιατί δεν είσαι ευτυχισμένος. Θέλουμε να είσαι ευτυχισμένος».
«Ε, και ποιος είναι ευτυχισμένος;» είπα.
«Κανείς, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ευτυχισμένος. Πώς να είσαι ευτυχισμένος σ’ έναν κόσμο που…»
«Κόφ’ το, Τζέιμς» είπε η μητέρα μου. «Οι άνθρωποι νιώθουν ευτυχισμένοι. Ορισμένες φορές. Ή, τουλάχιστον, δεν είναι δυστυχισμένοι με τον τρόπο που είσαι εσύ δυστυχισμένος».
«Και με ποιον τρόπο είμαι δυστυχισμένος;» ρώτησα.
«Μ’ έναν τρόπο που μας προβληματίζει» είπε η μητέρα μου. «Μ’ έναν τρόπο που μας τρομάζει».
«Α» είπα. Πράγματι δεν μπορούσα να σκεφθώ τι να πω.
«Οπότε φάγαμε μαζί το μεσημέρι» συνέχισε η μητέρα μου, κι η φωνή της ακούστηκε λίγο πιο κανονική. «Και μιλήσαμε για σένα. Και σκεφθήκαμε ότι ίσως θα ήθελες να μιλήσεις σε κάποιον».
«Να μιλήσω σε κάποιον; Μα μόλις ανέφερες πόσο αντιπαθώ τα λόγια. Γιατί να θέλω να μιλήσω σε κάποιον;»
«Μα δεν εννοώ τον οποιονδήποτε κάποιον» είπε η μητέρα μου. «Εννοώ κάποιον γιατρό. Ψυχολόγο. Ψυχίατρο. Κάποιον τέτοιο. Θα πήγαινες, Τζέιμς; Θα το έκανες για μένα; Και για τον πατέρα σου; Μόνο –μόνο σταμάτα να λες σε όλα όχι και πήγαινε να μιλήσεις μ’ αυτή τη γυναίκα».
«Γυναίκα είναι;»
«Ναι, γυναίκα είναι».
«Ποιος τη διάλεξε;»
«Ο πατέρας σου»
Peter Cameron: Μια μέρα ο πόνος αυτός θα σου βγει σε καλό (εκδ. Κέλευθος, 2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου