Όταν η φύση, η τέχνη και ο ρομαντισμός συνδυάζονται, τότε η ρήση του Νίτσε «η αισθητική αποτελεί την ηθική του μέλλοντος» βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της. Μέσα από μια δική του ηθική οπτική ο Γιάννης Νανόπουλος, εγκατέλειψε στα πιο δημιουργικά του χρόνια μια ζωή γεμάτη περιπέτειες και αφέθηκε στις ορέξεις των σειρήνων που αναστάτωναν το μυαλό και την καρδιά του. Μα αυτές τον ταξίδεψαν εκεί που ποθούσε.
Σ ένα δάσος από πορτοκαλεώνες να ζήσει παρέα με τα πουλιά, την κιθάρα του και το όνειρο της ζωής του, ένα σινεμά για μια αγκαλιά φίλους. Κι όταν μας σεργιανίζει στο Cine Paradiso που έχει φτιάξει στο κτήμα του, το δάκρυ που δραπετεύει απ τη μνήμη του, απλώς επιβεβαιώνει τον κανόνα “καλλιτέχνης γεννιέσαι, δεν γίνεσαι”. Ανοίγει την αυλαία και το ταξίδι των αναμνήσεων αρχίζει: «Ένα από τα πράγματα που με νοσταλγία έχουν σημαδέψει τη ζωή μου είναι ο κινηματογράφος.
Ο λόγος για το Κινηματοθέατρο “ΟΡΦΕΥΣ” του παππού μου, Σπύρου Μαυροειδή στο Αργος. Εκεί μέσα ο πατέρας μου γνώρισε ως θεατής την μητέρα μου που ήταν στο ταμείο και την ερωτεύτηκε. Έβλεπε το ίδιο έργο τρείς φορές την εβδομάδα για να έχει μια αφορμή στα κόρτε του! Στο καμαράκι προβολής μεγάλωσα μαζί με την αδελφή μου, τυλίξαμε άπειρα καρούλια φιλμ και χτυπήσαμε αμέτρητες φορές το καμπανάκι των διαλειμμάτων.
Ήταν η καλή μας έξοδος, φορούσαμε τα καλά μας και δος του σάμαλι, κώκ, λεμονάδες και πορτοκαλάδες, άσε που είχαμε και τα μέσα να μπαίνουμε κρυφά σε ταινίες κατάλληλες άνω των 13! Η τελευταία ταινία πριν κλείσει οριστικά ο “ΟΡΦΕΥΣ” ήταν… τι ειρωνεία: “Σινεμά ο Παράδεισος”.
Αυτή είναι και η αγαπημένη μου ταινία, η ταινία της ζωής μου. Ο μικρός Salvatore Cascio του Tornatore είμαστε εγώ και η αδελφή μου Ελένη, και ο Philippe Noiret είναι ακριβώς ο παππούς ο Σπύρος. Από νοσταλγία έστησα το δικό μου Cine Paradiso, 10 μέτρα έξω από το σπίτι μου, μετατρέποντας έναν παλιό στάβλο για άλογα σε ένα μικρό οικογενειακό κινηματογράφο, γεμισμένο με ότι κατάφερα να μαζέψω και να σώσω από το κινηματοθέατρο του παππού Σπύρου.
Εδώ μέσα υπάρχουν και περίπου 2.000 βινύλια, αρκετά από τα οποία είναι πλέον δυσεύρετα και συλλεκτικά. Όσο για τα καθίσματα οι δέκα έξη κινηματογραφικές καρέκλες προέρχονται από το πρώην Village Αμαρουσίου, το οποίο πλέον έχει κλείσει, ενώ μία ακόμη καρέκλα που υπάρχει στον χώρο είναι συλλεκτική και δεν κάθεται κανείς, μια που είναι από την αίθουσα του Ορφέα. Η διαδικασία προβολής ταινιών είναι ακριβώς η ίδια όπως και τότε.
Με την κουρτίνα της αυλαίας να ανοίγει στην υποδοχή των θεατών, με το καμπανάκι στην έναρξη και στα διαλείμματα, με αναψυκτικά και ποπ κόρν και φυσικά με αναμνηστικά εισιτήρια που έχουμε τυπώσει ειδικά για αυτό το προσωπικό σινεμά».
Ο Γιάννης Νανόπουλος μας προσφέρει λίγο τσίπουρο και μας ξεναγεί στο σπίτι που έχει φτιάξει με κόπο και μεράκι. Το δειλινό στην Πυργέλα, είναι μια διελκυστίνδα απ το παράθυρό του, ανάμεσα στο αρχαίο κάστρο του Άργους και στο Παλαμήδι του Ναυπλίου, καθώς αυτός παίρνει την κιθάρα του και μας τραγουδά με σπασμένη φωνή «το Πέταγμα».
Ένα τραγούδι που έγραψε για τον πατέρα του και κατέκτησε την πρώτη θέση στο διαγωνισμό 2009 της musicheaven.gr. Και όμως, αυτός προτίμησε το δρόμο της φυγής αντί μιας αποπνικτικής ζωής στη μεγαλούπολη.
«Η Αθήνα για μένα, ήταν αρχικά ένας τόπος διαφυγής από την επαρχία στα είκοσι χρόνια μου, με αφορμή τις σπουδές στον τομέα Marketing. Εύκολα μπόρεσα να καταπιαστώ επαγγελματικά με το ραδιόφωνο που αγαπούσα, ως μουσικός παραγωγός και επιμελητής, επάγγελμα που συνεχίζω έως και σήμερα.
Γρήγορα κατάλαβα ότι αυτός ο τρόπος ζωής της Αθήνας, κάθε άλλο παρά ταίριαζε στον χαρακτήρα μου. Μου ήταν αδιανόητη και μόνο η σκέψη της πιθανότητας να τελειώσει η ζωή μου στην Αθήνα, μου ήταν αβάσταχτο κάθε πρωί να ακούω όλο και λιγότερες καλημέρες, με τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας χιλιόμετρα μακριά, με τα μάτια να ψάχνουν για μια στάλα ουρανό ανάμεσα στις πολυκατοικίες και την μαυρίλα από το καυσαέριο, με τους δείκτες του ρολογιού καθημερινό μαχαίρι στην καρδιά, για να προλάβεις να ζήσεις έστω και ένα λεπτό στ αλήθεια. Ακόμη πιο βαρύ για μένα ήταν ότι η Αθήνα μέρα με την μέρα, ώρα με την ώρα μου στερούσε την έμπνευση για μουσικές δημιουργίες και αυτό είναι κάτι που δεν θα της το συγχωρήσω ποτέ».
Σηκώνεται και με κινήσεις που δεν προδίδουν το παραμικρό άγχος φτιάχνει τον καφέ μας. Σιωπηλός, με τα μάτια κλειστά σαν να προσεύχεται να του πετύχει το καϊμάκι, ζει την απόλαυση της στιγμιαίας δημιουργίας: «Ακόμα και ο καφές θέλει αυτοσυγκέντρωση.
Το παρόν είναι το παν στη ζωή μας» ψιθυρίζει με νόημα και συνεχίζει την αφήγησή του: «Από τα πρώτα χρόνια στην πρωτεύουσα είχα φτιάξει διάφορα μουσικά σχήματα, με τα οποία κάναμε συναυλίες σε γνωστά και άγνωστα μουσικά στέκια των Αθηνών και σε φεστιβάλ τραγουδιού. Πάντοτε υποστηρίζαμε τις δικές μας μουσικές δημιουργίες και κατά δεύτερο λόγο επιλεγμένες μουσικές από τον χώρο του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού.
Στο κτήμα μου όμως μαζί με την κιθάρα μου, εμπνεύσθηκα τραγούδια που έχω φτιάξει εγώ, μαζί μ εκείνα που στάθηκαν και στέκονται οδηγός στα μουσικά μου όνειρα. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου τραγουδιστή, συνθέτη, οργανοπαίχτη, ή ενορχηστρωτή.
Περισσότερο μου ταιριάζει ο όρος τραγουδοποιός και αυτόν υποστηρίζω. Η ατμόσφαιρα που επικρατεί εδώ κάτω, στα μέρη που εμφανίζομαι, μου θυμίζει τις αξέχαστες περασμένες δεκαετίες των μπουάτ, με τους ανθρώπους να έρχονται όχι απλά για να ακούσουν μουσική, αλλά να συμμετέχουν σ αυτήν, με το χαμηλόφως των κεριών στα τραπέζια, και το μικρόφωνο ανοιχτό στη διάθεση όποιου θέλει να βγάλει την ψυχούλα του με νότες. Ο κόσμος στην επαρχία διψάει για ποιότητα και όσοι του την προσφέρουν απλόχερα, αν και λίγοι, θα πρέπει να είναι ευτυχισμένοι».
Όσο για τη φύση, αν και ανήκει στα αυτονόητα του Γιάννη Νανόπουλου, θα ήταν αδιανόητο να τα προσπεράσει στη συζήτηση δίχως καμία αναφορά. Κάθε λέξη του είναι σπονδή στα χρώματα που τον περιτριγυρίζουν: «Η φύση και το περιβάλλον για μένα, είναι απλά η ίδια η ζωή μου. Επιδιώκω συνεχώς στο αγρόκτημα μου να περπατώ με γυμνά πόδια στις πέτρες, και στο χώμα, που ως διά μαγείας δεν με πληγώνουν ποτέ!
Οποιαδήποτε εργασία του κήπου και του κτήματος, θέλω να την κάνω μόνος μου, να συμμετέχω ενεργά στην φροντίδα της γης και όχι να είμαι ένας απλός παρατηρητής. Ακόμη και όταν γράφω μουσική, τις περισσότερες φορές επιδιώκω αυτό να γίνεται έξω στον κήπο μου η στην ταράτσα του σπιτιού μου χαζεύοντας τον Αργολικό κάμπο, και μεθώντας από το άρωμα των ανθισμένων πορτοκαλεώνων.
Τα σκυλιά μου που τα θεωρώ ως κανονικά μέλη της οικογένειας, είναι πάντοτε ελεύθερα και η σκλαβιά της αλυσίδας δεν έχει φυλακίσει ποτέ τον λαιμό τους. Πείτε μου εσείς, θέλω κάτι άλλο απ τη ζωή μου;».
Το ερώτημα απαντάται δια της σιωπής και η παράσταση «αφήγηση» παίρνει τέλος. Η αυλαία πέφτει, καθώς έξω έχει νυχτώσει για καλά. Ο Γιάννης Νανόπουλος παίρνει την κιθάρα του και μας αποχαιρετά μ ένα τραγούδι του. «Ένα, δύο, τρία κι έφυγα, με τα φτερά μου σε σένα πέταξα…».
Του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου
Για την αντιγραφή,
Αθηνά...
πηγή: Αργολικές ειδήσεις
Σ ένα δάσος από πορτοκαλεώνες να ζήσει παρέα με τα πουλιά, την κιθάρα του και το όνειρο της ζωής του, ένα σινεμά για μια αγκαλιά φίλους. Κι όταν μας σεργιανίζει στο Cine Paradiso που έχει φτιάξει στο κτήμα του, το δάκρυ που δραπετεύει απ τη μνήμη του, απλώς επιβεβαιώνει τον κανόνα “καλλιτέχνης γεννιέσαι, δεν γίνεσαι”. Ανοίγει την αυλαία και το ταξίδι των αναμνήσεων αρχίζει: «Ένα από τα πράγματα που με νοσταλγία έχουν σημαδέψει τη ζωή μου είναι ο κινηματογράφος.
Ο λόγος για το Κινηματοθέατρο “ΟΡΦΕΥΣ” του παππού μου, Σπύρου Μαυροειδή στο Αργος. Εκεί μέσα ο πατέρας μου γνώρισε ως θεατής την μητέρα μου που ήταν στο ταμείο και την ερωτεύτηκε. Έβλεπε το ίδιο έργο τρείς φορές την εβδομάδα για να έχει μια αφορμή στα κόρτε του! Στο καμαράκι προβολής μεγάλωσα μαζί με την αδελφή μου, τυλίξαμε άπειρα καρούλια φιλμ και χτυπήσαμε αμέτρητες φορές το καμπανάκι των διαλειμμάτων.
Ήταν η καλή μας έξοδος, φορούσαμε τα καλά μας και δος του σάμαλι, κώκ, λεμονάδες και πορτοκαλάδες, άσε που είχαμε και τα μέσα να μπαίνουμε κρυφά σε ταινίες κατάλληλες άνω των 13! Η τελευταία ταινία πριν κλείσει οριστικά ο “ΟΡΦΕΥΣ” ήταν… τι ειρωνεία: “Σινεμά ο Παράδεισος”.
Αυτή είναι και η αγαπημένη μου ταινία, η ταινία της ζωής μου. Ο μικρός Salvatore Cascio του Tornatore είμαστε εγώ και η αδελφή μου Ελένη, και ο Philippe Noiret είναι ακριβώς ο παππούς ο Σπύρος. Από νοσταλγία έστησα το δικό μου Cine Paradiso, 10 μέτρα έξω από το σπίτι μου, μετατρέποντας έναν παλιό στάβλο για άλογα σε ένα μικρό οικογενειακό κινηματογράφο, γεμισμένο με ότι κατάφερα να μαζέψω και να σώσω από το κινηματοθέατρο του παππού Σπύρου.
Εδώ μέσα υπάρχουν και περίπου 2.000 βινύλια, αρκετά από τα οποία είναι πλέον δυσεύρετα και συλλεκτικά. Όσο για τα καθίσματα οι δέκα έξη κινηματογραφικές καρέκλες προέρχονται από το πρώην Village Αμαρουσίου, το οποίο πλέον έχει κλείσει, ενώ μία ακόμη καρέκλα που υπάρχει στον χώρο είναι συλλεκτική και δεν κάθεται κανείς, μια που είναι από την αίθουσα του Ορφέα. Η διαδικασία προβολής ταινιών είναι ακριβώς η ίδια όπως και τότε.
Με την κουρτίνα της αυλαίας να ανοίγει στην υποδοχή των θεατών, με το καμπανάκι στην έναρξη και στα διαλείμματα, με αναψυκτικά και ποπ κόρν και φυσικά με αναμνηστικά εισιτήρια που έχουμε τυπώσει ειδικά για αυτό το προσωπικό σινεμά».
Ο Γιάννης Νανόπουλος μας προσφέρει λίγο τσίπουρο και μας ξεναγεί στο σπίτι που έχει φτιάξει με κόπο και μεράκι. Το δειλινό στην Πυργέλα, είναι μια διελκυστίνδα απ το παράθυρό του, ανάμεσα στο αρχαίο κάστρο του Άργους και στο Παλαμήδι του Ναυπλίου, καθώς αυτός παίρνει την κιθάρα του και μας τραγουδά με σπασμένη φωνή «το Πέταγμα».
Ένα τραγούδι που έγραψε για τον πατέρα του και κατέκτησε την πρώτη θέση στο διαγωνισμό 2009 της musicheaven.gr. Και όμως, αυτός προτίμησε το δρόμο της φυγής αντί μιας αποπνικτικής ζωής στη μεγαλούπολη.
«Η Αθήνα για μένα, ήταν αρχικά ένας τόπος διαφυγής από την επαρχία στα είκοσι χρόνια μου, με αφορμή τις σπουδές στον τομέα Marketing. Εύκολα μπόρεσα να καταπιαστώ επαγγελματικά με το ραδιόφωνο που αγαπούσα, ως μουσικός παραγωγός και επιμελητής, επάγγελμα που συνεχίζω έως και σήμερα.
Γρήγορα κατάλαβα ότι αυτός ο τρόπος ζωής της Αθήνας, κάθε άλλο παρά ταίριαζε στον χαρακτήρα μου. Μου ήταν αδιανόητη και μόνο η σκέψη της πιθανότητας να τελειώσει η ζωή μου στην Αθήνα, μου ήταν αβάσταχτο κάθε πρωί να ακούω όλο και λιγότερες καλημέρες, με τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας χιλιόμετρα μακριά, με τα μάτια να ψάχνουν για μια στάλα ουρανό ανάμεσα στις πολυκατοικίες και την μαυρίλα από το καυσαέριο, με τους δείκτες του ρολογιού καθημερινό μαχαίρι στην καρδιά, για να προλάβεις να ζήσεις έστω και ένα λεπτό στ αλήθεια. Ακόμη πιο βαρύ για μένα ήταν ότι η Αθήνα μέρα με την μέρα, ώρα με την ώρα μου στερούσε την έμπνευση για μουσικές δημιουργίες και αυτό είναι κάτι που δεν θα της το συγχωρήσω ποτέ».
Σηκώνεται και με κινήσεις που δεν προδίδουν το παραμικρό άγχος φτιάχνει τον καφέ μας. Σιωπηλός, με τα μάτια κλειστά σαν να προσεύχεται να του πετύχει το καϊμάκι, ζει την απόλαυση της στιγμιαίας δημιουργίας: «Ακόμα και ο καφές θέλει αυτοσυγκέντρωση.
Το παρόν είναι το παν στη ζωή μας» ψιθυρίζει με νόημα και συνεχίζει την αφήγησή του: «Από τα πρώτα χρόνια στην πρωτεύουσα είχα φτιάξει διάφορα μουσικά σχήματα, με τα οποία κάναμε συναυλίες σε γνωστά και άγνωστα μουσικά στέκια των Αθηνών και σε φεστιβάλ τραγουδιού. Πάντοτε υποστηρίζαμε τις δικές μας μουσικές δημιουργίες και κατά δεύτερο λόγο επιλεγμένες μουσικές από τον χώρο του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού.
Στο κτήμα μου όμως μαζί με την κιθάρα μου, εμπνεύσθηκα τραγούδια που έχω φτιάξει εγώ, μαζί μ εκείνα που στάθηκαν και στέκονται οδηγός στα μουσικά μου όνειρα. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου τραγουδιστή, συνθέτη, οργανοπαίχτη, ή ενορχηστρωτή.
Περισσότερο μου ταιριάζει ο όρος τραγουδοποιός και αυτόν υποστηρίζω. Η ατμόσφαιρα που επικρατεί εδώ κάτω, στα μέρη που εμφανίζομαι, μου θυμίζει τις αξέχαστες περασμένες δεκαετίες των μπουάτ, με τους ανθρώπους να έρχονται όχι απλά για να ακούσουν μουσική, αλλά να συμμετέχουν σ αυτήν, με το χαμηλόφως των κεριών στα τραπέζια, και το μικρόφωνο ανοιχτό στη διάθεση όποιου θέλει να βγάλει την ψυχούλα του με νότες. Ο κόσμος στην επαρχία διψάει για ποιότητα και όσοι του την προσφέρουν απλόχερα, αν και λίγοι, θα πρέπει να είναι ευτυχισμένοι».
Όσο για τη φύση, αν και ανήκει στα αυτονόητα του Γιάννη Νανόπουλου, θα ήταν αδιανόητο να τα προσπεράσει στη συζήτηση δίχως καμία αναφορά. Κάθε λέξη του είναι σπονδή στα χρώματα που τον περιτριγυρίζουν: «Η φύση και το περιβάλλον για μένα, είναι απλά η ίδια η ζωή μου. Επιδιώκω συνεχώς στο αγρόκτημα μου να περπατώ με γυμνά πόδια στις πέτρες, και στο χώμα, που ως διά μαγείας δεν με πληγώνουν ποτέ!
Οποιαδήποτε εργασία του κήπου και του κτήματος, θέλω να την κάνω μόνος μου, να συμμετέχω ενεργά στην φροντίδα της γης και όχι να είμαι ένας απλός παρατηρητής. Ακόμη και όταν γράφω μουσική, τις περισσότερες φορές επιδιώκω αυτό να γίνεται έξω στον κήπο μου η στην ταράτσα του σπιτιού μου χαζεύοντας τον Αργολικό κάμπο, και μεθώντας από το άρωμα των ανθισμένων πορτοκαλεώνων.
Τα σκυλιά μου που τα θεωρώ ως κανονικά μέλη της οικογένειας, είναι πάντοτε ελεύθερα και η σκλαβιά της αλυσίδας δεν έχει φυλακίσει ποτέ τον λαιμό τους. Πείτε μου εσείς, θέλω κάτι άλλο απ τη ζωή μου;».
Το ερώτημα απαντάται δια της σιωπής και η παράσταση «αφήγηση» παίρνει τέλος. Η αυλαία πέφτει, καθώς έξω έχει νυχτώσει για καλά. Ο Γιάννης Νανόπουλος παίρνει την κιθάρα του και μας αποχαιρετά μ ένα τραγούδι του. «Ένα, δύο, τρία κι έφυγα, με τα φτερά μου σε σένα πέταξα…».
Του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου
Για την αντιγραφή,
Αθηνά...
πηγή: Αργολικές ειδήσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου